Jump to content

παρατήρηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pa.ɾaˈti.ɾi.si/
  • Hyphenation: πα‧ρα‧τή‧ρη‧ση

Noun

[edit]

παρατήρηση (paratírisif (plural παρατηρήσεις)

  1. comment, observation, remark
    Θα συνοψίσω τις παρατηρήσεις μου για τον Όμιλο των 8 με μια παρατήρηση γενικότερης φύσεως.
    Tha synopsíso tis paratiríseis mou gia ton Ómilo ton 8 me mia paratírisi genikóteris fýseos.
    I am going to conclude my remarks concerning the G8 with an observation of a more general nature.
  2. rebuke, reprimand
    Tου έκαναν παρατήρηση, γιατί ήταν εκπρόθεσμος.
    Tou ékanan paratírisi, giatí ítan ekpróthesmos.
    He was reprimanded because he was out of time.
  3. (military) surveillance, reconnaissance, systematic monitoring of the enemy's positions and movements
    Το στρατιωτικό αεροπορία εξελίχτηκε αρχικά σε μέσο ως αποστολές παρατήρησης των βολών του πυροβολικού και πτήσεις αναγνώρισης (Νικολουδάκης, 2015).
    To stratiotikó aeroporía exelíchtike archiká se méso os apostolés paratírisis ton volón tou pyrovolikoú kai ptíseis anagnórisis (Nikoloudákis, 2015).
    Military aviation initially evolved into a means of artillery surveillance missions and reconnaissance flights (Nikoloudakis, 2015).

Declension

[edit]
Declension of παρατήρηση
singular plural
nominative παρατήρηση (paratírisi) παρατηρήσεις (paratiríseis)
genitive παρατήρησης (paratírisis) παρατηρήσεων (paratiríseon)
accusative παρατήρηση (paratírisi) παρατηρήσεις (paratiríseis)
vocative παρατήρηση (paratírisi) παρατηρήσεις (paratiríseis)

Older or formal genitive singular: παρατηρήσεως (paratiríseos)

[edit]

Further reading

[edit]