Jump to content

αεροπορία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from αεροπόρος (aeropóros) +‎ -ία (-ía).[1]

Noun

[edit]

αεροπορία (aeroporíaf (plural αεροπορίες)

  1. aviation
    Υπουργείο Αεροπορίας (Ministry of Aviation)
  2. (military) air force
    Ελληνική Πολεμική Αεροπορία (Greek Air Force)

Declension

[edit]
Declension of αεροπορία
singular plural
nominative αεροπορία (aeroporía) αεροπορίες (aeroporíes)
genitive αεροπορίας (aeroporías) αεροποριών (aeroporión)
accusative αεροπορία (aeroporía) αεροπορίες (aeroporíes)
vocative αεροπορία (aeroporía) αεροπορίες (aeroporíes)

Synonyms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ αεροπορία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language

Further reading

[edit]