αναγνώριση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αναγνώριση • (anagnórisi) f (plural αναγνωρίσεις)
Declension
[edit]Declension of αναγνώριση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αναγνώριση • | αναγνωρίσεις • | |
genitive | αναγνώρισης • | αναγνωρίσεων • | |
accusative | αναγνώριση • | αναγνωρίσεις • | |
vocative | αναγνώριση • | αναγνωρίσεις • | |
Older or formal genitive singular: αναγνωρίσεως • |
Synonyms
[edit]- (identification): εξακρίβωση f (exakrívosi)
Related terms
[edit]- see: αναγνωρίζω (anagnorízo, “to recognise”)