Jump to content

στρατιωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek στρατιωτικός (stratiōtikós), from στρατιώτης (stratiṓtēs) +‎ -ικός (-ikós), with semantic loan from French militaire.

Adjective

[edit]

στρατιωτικός (stratiotikósm (feminine στρατιωτική, neuter στρατιωτικό)

  1. military (describing members of the armed forces)

Declension

[edit]
Declension of στρατιωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στρατιωτικός (stratiotikós) στρατιωτική (stratiotikí) στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτικοί (stratiotikoí) στρατιωτικές (stratiotikés) στρατιωτικά (stratiotiká)
genitive στρατιωτικού (stratiotikoú) στρατιωτικής (stratiotikís) στρατιωτικού (stratiotikoú) στρατιωτικών (stratiotikón) στρατιωτικών (stratiotikón) στρατιωτικών (stratiotikón)
accusative στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτική (stratiotikí) στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτικούς (stratiotikoús) στρατιωτικές (stratiotikés) στρατιωτικά (stratiotiká)
vocative στρατιωτικέ (stratiotiké) στρατιωτική (stratiotikí) στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτικοί (stratiotikoí) στρατιωτικές (stratiotikés) στρατιωτικά (stratiotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στρατιωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στρατιωτικός, etc.)

[edit]

Noun

[edit]

στρατιωτικός (stratiotikósm (plural στρατιωτικοί)

  1. serviceman (especially an officer)

Declension

[edit]
Declension of στρατιωτικός
singular plural
nominative στρατιωτικός (stratiotikós) στρατιωτικοί (stratiotikoí)
genitive στρατιωτικού (stratiotikoú) στρατιωτικών (stratiotikón)
accusative στρατιωτικό (stratiotikó) στρατιωτικούς (stratiotikoús)
vocative στρατιωτικέ (stratiotiké) στρατιωτικοί (stratiotikoí)

Synonyms

[edit]
[edit]
see: στρατός m (stratós, army)

Further reading

[edit]