IPA (key ) : /ma.stiˈɣo.no/
Hyphenation: μα‧στι‧γώ‧νω
μαστιγώνω • (mastigóno ) (past μαστίγωσα , passive μαστιγώνομαι , p‑past μαστιγώθηκα , ppp μαστιγωμένος )
( literally , figuratively ) to flog , to whip
μαστιγώνω μαστιγώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
μαστιγώνω
μαστιγώσω
μαστιγώνομαι
μαστιγωθώ
2 sg
μαστιγώνεις
μαστιγώσεις
μαστιγώνεσαι
μαστιγωθείς
3 sg
μαστιγώνει
μαστιγώσει
μαστιγώνεται
μαστιγωθεί
1 pl
μαστιγώνουμε , [‑ομε ]
μαστιγώσουμε , [‑ομε ]
μαστιγωνόμαστε
μαστιγωθούμε
2 pl
μαστιγώνετε
μαστιγώσετε
μαστιγώνεστε , μαστιγωνόσαστε
μαστιγωθείτε
3 pl
μαστιγώνουν (ε )
μαστιγώσουν (ε )
μαστιγώνονται
μαστιγωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
μαστίγωνα
μαστίγωσα
μαστιγωνόμουν (α )
μαστιγώθηκα
2 sg
μαστίγωνες
μαστίγωσες
μαστιγωνόσουν (α )
μαστιγώθηκες
3 sg
μαστίγωνε
μαστίγωσε
μαστιγωνόταν (ε )
μαστιγώθηκε
1 pl
μαστιγώναμε
μαστιγώσαμε
μαστιγωνόμασταν , (‑όμαστε )
μαστιγωθήκαμε
2 pl
μαστιγώνατε
μαστιγώσατε
μαστιγωνόσασταν , (‑όσαστε )
μαστιγωθήκατε
3 pl
μαστίγωναν , μαστιγώναν (ε )
μαστίγωσαν , μαστιγώσαν (ε )
μαστιγώνονταν , (μαστιγωνόντουσαν )
μαστιγώθηκαν , μαστιγωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα μαστιγώνω ➤
θα μαστιγώσω ➤
θα μαστιγώνομαι ➤
θα μαστιγωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα μαστιγώνεις , …
θα μαστιγώσεις , …
θα μαστιγώνεσαι , …
θα μαστιγωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … μαστιγώσει
έχω, έχεις, … μαστιγωθεί είμαι , είσαι , … μαστιγωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … μαστιγώσει
είχα, είχες, … μαστιγωθεί ήμουν , ήσουν , … μαστιγωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … μαστιγώσει
θα έχω, θα έχεις, … μαστιγωθεί θα είμαι, θα είσαι, … μαστιγωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
μαστίγωνε
μαστίγωσε
—
μαστιγώσου
2 pl
μαστιγώνετε
μαστιγώστε
μαστιγώνεστε
μαστιγωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
μαστιγώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας μαστιγώσει ➤
μαστιγωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
μαστιγώσει
μαστιγωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.