χαρτογραφία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xaɾ.to.ɣɾaˈfi.a/
  • Hyphenation: χαρ‧το‧γρα‧φί‧α

Noun

[edit]

χαρτογραφία (chartografíaf (plural χαρτογραφίες)

  1. cartography, mapmaking

Declension

[edit]
singular plural
nominative χαρτογραφία (chartografía) χαρτογραφίες (chartografíes)
genitive χαρτογραφίας (chartografías) χαρτογραφιών (chartografión)
accusative χαρτογραφία (chartografía) χαρτογραφίες (chartografíes)
vocative χαρτογραφία (chartografía) χαρτογραφίες (chartografíes)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]