χαρτογραφία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]χαρτογραφία • (chartografía) f (plural χαρτογραφίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαρτογραφία (chartografía) | χαρτογραφίες (chartografíes) |
genitive | χαρτογραφίας (chartografías) | χαρτογραφιών (chartografión) |
accusative | χαρτογραφία (chartografía) | χαρτογραφίες (chartografíes) |
vocative | χαρτογραφία (chartografía) | χαρτογραφίες (chartografíes) |
Related terms
[edit]- χαρτογράφηση f (chartográfisi, “mapping”)
- χαρτογράφος m or f (chartográfos, “cartographer”)
- χαρτογραφώ (chartografó, “I map”)
- χαρτογραφικός (chartografikós, “cartographic, cartographical”) and see: χάρτης m (chártis, “map”) / χαρτο- (charto-) & γράφω (gráfo, “write”) / -γραφία (-grafía)
See also
[edit]- Χαρτογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
Further reading
[edit]- χαρτογραφία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language