Jump to content

αμεταπούλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αμεταπούλητος (ametapoúlitosm (feminine αμεταπούλητη, neuter αμεταπούλητο)

  1. not resold, not for resale, not to be resold

Declension

[edit]
Declension of αμεταπούλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αμεταπούλητος (ametapoúlitos) αμεταπούλητη (ametapoúliti) αμεταπούλητο (ametapoúlito) αμεταπούλητοι (ametapoúlitoi) αμεταπούλητες (ametapoúlites) αμεταπούλητα (ametapoúlita)
genitive αμεταπούλητου (ametapoúlitou) αμεταπούλητης (ametapoúlitis) αμεταπούλητου (ametapoúlitou) αμεταπούλητων (ametapoúliton) αμεταπούλητων (ametapoúliton) αμεταπούλητων (ametapoúliton)
accusative αμεταπούλητο (ametapoúlito) αμεταπούλητη (ametapoúliti) αμεταπούλητο (ametapoúlito) αμεταπούλητους (ametapoúlitous) αμεταπούλητες (ametapoúlites) αμεταπούλητα (ametapoúlita)
vocative αμεταπούλητε (ametapoúlite) αμεταπούλητη (ametapoúliti) αμεταπούλητο (ametapoúlito) αμεταπούλητοι (ametapoúlitoi) αμεταπούλητες (ametapoúlites) αμεταπούλητα (ametapoúlita)
[edit]