αμεταπούλητος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αμεταπούλητος • (ametapoúlitos) m (feminine αμεταπούλητη, neuter αμεταπούλητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αμεταπούλητος (ametapoúlitos) | αμεταπούλητη (ametapoúliti) | αμεταπούλητο (ametapoúlito) | αμεταπούλητοι (ametapoúlitoi) | αμεταπούλητες (ametapoúlites) | αμεταπούλητα (ametapoúlita) | |
genitive | αμεταπούλητου (ametapoúlitou) | αμεταπούλητης (ametapoúlitis) | αμεταπούλητου (ametapoúlitou) | αμεταπούλητων (ametapoúliton) | αμεταπούλητων (ametapoúliton) | αμεταπούλητων (ametapoúliton) | |
accusative | αμεταπούλητο (ametapoúlito) | αμεταπούλητη (ametapoúliti) | αμεταπούλητο (ametapoúlito) | αμεταπούλητους (ametapoúlitous) | αμεταπούλητες (ametapoúlites) | αμεταπούλητα (ametapoúlita) | |
vocative | αμεταπούλητε (ametapoúlite) | αμεταπούλητη (ametapoúliti) | αμεταπούλητο (ametapoúlito) | αμεταπούλητοι (ametapoúlitoi) | αμεταπούλητες (ametapoúlites) | αμεταπούλητα (ametapoúlita) |