Jump to content

επαρκής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἐπαρκής (eparkḗs), from Ancient Greek ἐπαρκέω (eparkéō), from ἐπ' (ep', on, onto) +‎ ἀρκέω (arkéō, to be enough).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

επαρκής (eparkísm (feminine επαρκής, neuter επαρκές)

  1. sufficient, adequate, enough (as much as meets requirements)
    Δεν έχω επαρκείς γνώσεις να διδάξω σ’ αυτό το θέμα.
    Den écho eparkeís gnóseis na didáxo s’ aftó to théma.
    I don't have enough knowledge to teach this subject.
  2. competent, able, fit (as good as necessary)
    Ο τάδε είναι επαρκής ως δάσκαλος.
    O táde eínai eparkís os dáskalos.
    So-and-so is competent as a teacher.

Declension

[edit]
Declension of επαρκής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επαρκής (eparkís) επαρκής (eparkís) επαρκές (eparkés) επαρκείς (eparkeís) επαρκείς (eparkeís) επαρκή (eparkí)
genitive επαρκούς (eparkoús)
επαρκή (eparkí)
επαρκούς (eparkoús) επαρκούς (eparkoús) επαρκών (eparkón) επαρκών (eparkón) επαρκών (eparkón)
accusative επαρκή (eparkí) επαρκή (eparkí) επαρκές (eparkés) επαρκείς (eparkeís) επαρκείς (eparkeís) επαρκή (eparkí)
vocative επαρκή (eparkí)
επαρκής (eparkís)
επαρκής (eparkís) επαρκές (eparkés) επαρκείς (eparkeís) επαρκείς (eparkeís) επαρκή (eparkí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επαρκής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επαρκής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επαρκέστερος (eparkésteros) επαρκέστερη (eparkésteri) επαρκέστερο (eparkéstero) επαρκέστεροι (eparkésteroi) επαρκέστερες (eparkésteres) επαρκέστερα (eparkéstera)
genitive επαρκέστερου (eparkésterou) επαρκέστερης (eparkésteris) επαρκέστερου (eparkésterou) επαρκέστερων (eparkésteron) επαρκέστερων (eparkésteron) επαρκέστερων (eparkésteron)
accusative επαρκέστερο (eparkéstero) επαρκέστερη (eparkésteri) επαρκέστερο (eparkéstero) επαρκέστερους (eparkésterous) επαρκέστερες (eparkésteres) επαρκέστερα (eparkéstera)
vocative επαρκέστερε (eparkéstere) επαρκέστερη (eparkésteri) επαρκέστερο (eparkéstero) επαρκέστεροι (eparkésteroi) επαρκέστερες (eparkésteres) επαρκέστερα (eparkéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επαρκέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επαρκέστατος (eparkéstatos) επαρκέστατη (eparkéstati) επαρκέστατο (eparkéstato) επαρκέστατοι (eparkéstatoi) επαρκέστατες (eparkéstates) επαρκέστατα (eparkéstata)
genitive επαρκέστατου (eparkéstatou) επαρκέστατης (eparkéstatis) επαρκέστατου (eparkéstatou) επαρκέστατων (eparkéstaton) επαρκέστατων (eparkéstaton) επαρκέστατων (eparkéstaton)
accusative επαρκέστατο (eparkéstato) επαρκέστατη (eparkéstati) επαρκέστατο (eparkéstato) επαρκέστατους (eparkéstatous) επαρκέστατες (eparkéstates) επαρκέστατα (eparkéstata)
vocative επαρκέστατε (eparkéstate) επαρκέστατη (eparkéstati) επαρκέστατο (eparkéstato) επαρκέστατοι (eparkéstatoi) επαρκέστατες (eparkéstates) επαρκέστατα (eparkéstata)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]
[edit]