Jump to content

ανίκανος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανίκανος (aníkanosm (feminine ανίκανη, neuter ανίκανο)

  1. incapable, incompetent, inept
  2. impotent (sexually)
  3. unfit (militarily)

Declension

[edit]
Declension of ανίκανος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανίκανος (aníkanos) ανίκανη (aníkani) ανίκανο (aníkano) ανίκανοι (aníkanoi) ανίκανες (aníkanes) ανίκανα (aníkana)
genitive ανίκανου (aníkanou) ανίκανης (aníkanis) ανίκανου (aníkanou) ανίκανων (aníkanon) ανίκανων (aníkanon) ανίκανων (aníkanon)
accusative ανίκανο (aníkano) ανίκανη (aníkani) ανίκανο (aníkano) ανίκανους (aníkanous) ανίκανες (aníkanes) ανίκανα (aníkana)
vocative ανίκανε (aníkane) ανίκανη (aníkani) ανίκανο (aníkano) ανίκανοι (aníkanoi) ανίκανες (aníkanes) ανίκανα (aníkana)

Antonyms

[edit]
[edit]