αρκετός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek ἀρκετός (arketós), from ἀρκέω (arkéō).
Adjective
[edit]αρκετός • (arketós) m (feminine αρκετή, neuter αρκετό)
- enough, sufficient, adequate
- 2006, C:Real, Κάθε μου σκέψη
- […] μα ξέρω δεν είναι αρκετό να σ΄αγαπώ.
- […] but I know that it's not enough for me to love you.
- Synonym: κάμποσος (kámposos)
- 2006, C:Real, Κάθε μου σκέψη
- several
Declension
[edit]Declension of αρκετός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρκετός • | αρκετή • | αρκετό • | αρκετοί • | αρκετές • | αρκετά • |
genitive | αρκετού • | αρκετής • | αρκετού • | αρκετών • | αρκετών • | αρκετών • |
accusative | αρκετό • | αρκετή • | αρκετό • | αρκετούς • | αρκετές • | αρκετά • |
vocative | αρκετέ • | αρκετή • | αρκετό • | αρκετοί • | αρκετές • | αρκετά • |
Related terms
[edit]- αρκετά (arketá)
- αρκετούτσικος (arketoútsikos, “quite a bit, a few”, adjective)
Further reading
[edit]- αρκετός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language