Jump to content

ανεπαρκής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αν- (an-, α- privative) +‎ επαρκής (eparkís, sufficient, adequate); calque of English insufficient. First attested 1856.

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

ανεπαρκής (aneparkísm (feminine ανεπαρκής, neuter ανεπαρκές)

  1. insufficient, inadequate, scarce (not as much as meets requirements)
    Ο αριθμός ενδιαφερόμενων ήταν ανεπαρκής για να δημιουργηθεί νέο θέμα στο πανεπιστήμιο.
    O arithmós endiaferómenon ítan aneparkís gia na dimiourgitheí néo théma sto panepistímio.
    The number of those interested was insufficient for a new subject to be created in the university.
    1. lame, feeble (excuse)
  2. incompetent, unable, unfit (not as good as necessary)
    Οι δύο τους ήταν ανεπαρκείς γονείς.
    Oi dýo tous ítan aneparkeís goneís.
    They were both unfit parents.

Declension

[edit]
Declension of ανεπαρκής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπαρκής (aneparkís) ανεπαρκής (aneparkís) ανεπαρκές (aneparkés) ανεπαρκείς (aneparkeís) ανεπαρκείς (aneparkeís) ανεπαρκή (aneparkí)
genitive ανεπαρκούς (aneparkoús)
ανεπαρκή (aneparkí)
ανεπαρκούς (aneparkoús) ανεπαρκούς (aneparkoús) ανεπαρκών (aneparkón) ανεπαρκών (aneparkón) ανεπαρκών (aneparkón)
accusative ανεπαρκή (aneparkí) ανεπαρκή (aneparkí) ανεπαρκές (aneparkés) ανεπαρκείς (aneparkeís) ανεπαρκείς (aneparkeís) ανεπαρκή (aneparkí)
vocative ανεπαρκή (aneparkí)
ανεπαρκής (aneparkís)
ανεπαρκής (aneparkís) ανεπαρκές (aneparkés) ανεπαρκείς (aneparkeís) ανεπαρκείς (aneparkeís) ανεπαρκή (aneparkí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεπαρκής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεπαρκής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπαρκέστερος (aneparkésteros) ανεπαρκέστερη (aneparkésteri) ανεπαρκέστερο (aneparkéstero) ανεπαρκέστεροι (aneparkésteroi) ανεπαρκέστερες (aneparkésteres) ανεπαρκέστερα (aneparkéstera)
genitive ανεπαρκέστερου (aneparkésterou) ανεπαρκέστερης (aneparkésteris) ανεπαρκέστερου (aneparkésterou) ανεπαρκέστερων (aneparkésteron) ανεπαρκέστερων (aneparkésteron) ανεπαρκέστερων (aneparkésteron)
accusative ανεπαρκέστερο (aneparkéstero) ανεπαρκέστερη (aneparkésteri) ανεπαρκέστερο (aneparkéstero) ανεπαρκέστερους (aneparkésterous) ανεπαρκέστερες (aneparkésteres) ανεπαρκέστερα (aneparkéstera)
vocative ανεπαρκέστερε (aneparkéstere) ανεπαρκέστερη (aneparkésteri) ανεπαρκέστερο (aneparkéstero) ανεπαρκέστεροι (aneparkésteroi) ανεπαρκέστερες (aneparkésteres) ανεπαρκέστερα (aneparkéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανεπαρκέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπαρκέστατος (aneparkéstatos) ανεπαρκέστατη (aneparkéstati) ανεπαρκέστατο (aneparkéstato) ανεπαρκέστατοι (aneparkéstatoi) ανεπαρκέστατες (aneparkéstates) ανεπαρκέστατα (aneparkéstata)
genitive ανεπαρκέστατου (aneparkéstatou) ανεπαρκέστατης (aneparkéstatis) ανεπαρκέστατου (aneparkéstatou) ανεπαρκέστατων (aneparkéstaton) ανεπαρκέστατων (aneparkéstaton) ανεπαρκέστατων (aneparkéstaton)
accusative ανεπαρκέστατο (aneparkéstato) ανεπαρκέστατη (aneparkéstati) ανεπαρκέστατο (aneparkéstato) ανεπαρκέστατους (aneparkéstatous) ανεπαρκέστατες (aneparkéstates) ανεπαρκέστατα (aneparkéstata)
vocative ανεπαρκέστατε (aneparkéstate) ανεπαρκέστατη (aneparkéstati) ανεπαρκέστατο (aneparkéstato) ανεπαρκέστατοι (aneparkéstatoi) ανεπαρκέστατες (aneparkéstates) ανεπαρκέστατα (aneparkéstata)

Synonyms

[edit]

Antonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]