Jump to content

υπερήπειρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

υπερ- (yper-, hyper, super) +‎ ήπειρος (ípeiros, continent)

Noun

[edit]

υπερήπειρος (yperípeirosf (plural υπερήπειροι)

  1. supercontinent
    Η Γη ήταν μία υπερήπειρο, η Παγγαία.
    I Gi ítan mía yperípeiro, i Pangaía.
    The Earth used to be a supercontinent, Pangaea.

Declension

[edit]
Declension of υπερήπειρος
singular plural
nominative υπερήπειρος (yperípeiros) υπερήπειροι (yperípeiroi)
genitive υπερηπείρου (yperipeírou) υπερηπείρων (yperipeíron)
accusative υπερήπειρο (yperípeiro) υπερηπείρους (yperipeírous)
vocative υπερήπειρε (yperípeire)
υπερήπειρο (yperípeiro)
υπερήπειροι (yperípeiroi)

Further reading

[edit]