Jump to content

δακτυλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek δακτυλικός (daktulikós). By surface analysis, δάχτυλο (dáchtylo) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

δακτυλικός (daktylikósm (feminine δακτυλική, neuter δακτυλικό)

  1. digital
  2. (prosody, poetry) dactylic
    δακτυλικό εξάμετρο (dactylic hexameter)

Declension

[edit]
Declension of δακτυλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δακτυλικός (daktylikós) δακτυλική (daktylikí) δακτυλικό (daktylikó) δακτυλικοί (daktylikoí) δακτυλικές (daktylikés) δακτυλικά (daktyliká)
genitive δακτυλικού (daktylikoú) δακτυλικής (daktylikís) δακτυλικού (daktylikoú) δακτυλικών (daktylikón) δακτυλικών (daktylikón) δακτυλικών (daktylikón)
accusative δακτυλικό (daktylikó) δακτυλική (daktylikí) δακτυλικό (daktylikó) δακτυλικούς (daktylikoús) δακτυλικές (daktylikés) δακτυλικά (daktyliká)
vocative δακτυλικέ (daktyliké) δακτυλική (daktylikí) δακτυλικό (daktylikó) δακτυλικοί (daktylikoí) δακτυλικές (daktylikés) δακτυλικά (daktyliká)
[edit]

Further reading

[edit]