δακτυλικός
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- δαχτυλικός (dachtylikós)
Etymology
[edit]From Koine Greek δακτυλικός (daktulikós). By surface analysis, δάχτυλο (dáchtylo) + -ικός (-ikós).
Adjective
[edit]δακτυλικός • (daktylikós) m (feminine δακτυλική, neuter δακτυλικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | δακτυλικός (daktylikós) | δακτυλική (daktylikí) | δακτυλικό (daktylikó) | δακτυλικοί (daktylikoí) | δακτυλικές (daktylikés) | δακτυλικά (daktyliká) | |
genitive | δακτυλικού (daktylikoú) | δακτυλικής (daktylikís) | δακτυλικού (daktylikoú) | δακτυλικών (daktylikón) | δακτυλικών (daktylikón) | δακτυλικών (daktylikón) | |
accusative | δακτυλικό (daktylikó) | δακτυλική (daktylikí) | δακτυλικό (daktylikó) | δακτυλικούς (daktylikoús) | δακτυλικές (daktylikés) | δακτυλικά (daktyliká) | |
vocative | δακτυλικέ (daktyliké) | δακτυλική (daktylikí) | δακτυλικό (daktylikó) | δακτυλικοί (daktylikoí) | δακτυλικές (daktylikés) | δακτυλικά (daktyliká) |
Related terms
[edit]- δακτυλικό αποτύπωμα n (daktylikó apotýpoma, “fingerprint”)
Further reading
[edit]- δακτυλικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language