δαχτυλικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

δαχτυλικός (dachtylikósm (feminine δαχτυλική, neuter δαχτυλικό)

  1. Alternative form of δακτυλικός (daktylikós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative δαχτυλικός (dachtylikós) δαχτυλική (dachtylikí) δαχτυλικό (dachtylikó) δαχτυλικοί (dachtylikoí) δαχτυλικές (dachtylikés) δαχτυλικά (dachtyliká)
genitive δαχτυλικού (dachtylikoú) δαχτυλικής (dachtylikís) δαχτυλικού (dachtylikoú) δαχτυλικών (dachtylikón) δαχτυλικών (dachtylikón) δαχτυλικών (dachtylikón)
accusative δαχτυλικό (dachtylikó) δαχτυλική (dachtylikí) δαχτυλικό (dachtylikó) δαχτυλικούς (dachtylikoús) δαχτυλικές (dachtylikés) δαχτυλικά (dachtyliká)
vocative δαχτυλικέ (dachtyliké) δαχτυλική (dachtylikí) δαχτυλικό (dachtylikó) δαχτυλικοί (dachtylikoí) δαχτυλικές (dachtylikés) δαχτυλικά (dachtyliká)