δακτυλικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]δακτυλικά • (daktyliká)
- nominative neuter plural of δακτυλικός (daktylikós)
- accusative neuter plural of δακτυλικός (daktylikós)
- vocative neuter plural of δακτυλικός (daktylikós)
δακτυλικά • (daktyliká)