Jump to content

υστερόβουλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υστερόβουλος (ysteróvoulosm (feminine υστερόβουλη, neuter υστερόβουλο)

  1. self-seeking, insincere, selfish
    Antonym: ανυστερόβουλος (anysteróvoulos)

Declension

[edit]
Declension of υστερόβουλος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υστερόβουλος (ysteróvoulos) υστερόβουλη (ysteróvouli) υστερόβουλο (ysteróvoulo) υστερόβουλοι (ysteróvouloi) υστερόβουλες (ysteróvoules) υστερόβουλα (ysteróvoula)
genitive υστερόβουλου (ysteróvoulou) υστερόβουλης (ysteróvoulis) υστερόβουλου (ysteróvoulou) υστερόβουλων (ysteróvoulon) υστερόβουλων (ysteróvoulon) υστερόβουλων (ysteróvoulon)
accusative υστερόβουλο (ysteróvoulo) υστερόβουλη (ysteróvouli) υστερόβουλο (ysteróvoulo) υστερόβουλους (ysteróvoulous) υστερόβουλες (ysteróvoules) υστερόβουλα (ysteróvoula)
vocative υστερόβουλε (ysteróvoule) υστερόβουλη (ysteróvouli) υστερόβουλο (ysteróvoulo) υστερόβουλοι (ysteróvouloi) υστερόβουλες (ysteróvoules) υστερόβουλα (ysteróvoula)