υστερόβουλος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]υστερόβουλος • (ysteróvoulos) m (feminine υστερόβουλη, neuter υστερόβουλο)
- self-seeking, insincere, selfish
- Antonym: ανυστερόβουλος (anysteróvoulos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υστερόβουλος (ysteróvoulos) | υστερόβουλη (ysteróvouli) | υστερόβουλο (ysteróvoulo) | υστερόβουλοι (ysteróvouloi) | υστερόβουλες (ysteróvoules) | υστερόβουλα (ysteróvoula) | |
genitive | υστερόβουλου (ysteróvoulou) | υστερόβουλης (ysteróvoulis) | υστερόβουλου (ysteróvoulou) | υστερόβουλων (ysteróvoulon) | υστερόβουλων (ysteróvoulon) | υστερόβουλων (ysteróvoulon) | |
accusative | υστερόβουλο (ysteróvoulo) | υστερόβουλη (ysteróvouli) | υστερόβουλο (ysteróvoulo) | υστερόβουλους (ysteróvoulous) | υστερόβουλες (ysteróvoules) | υστερόβουλα (ysteróvoula) | |
vocative | υστερόβουλε (ysteróvoule) | υστερόβουλη (ysteróvouli) | υστερόβουλο (ysteróvoulo) | υστερόβουλοι (ysteróvouloi) | υστερόβουλες (ysteróvoules) | υστερόβουλα (ysteróvoula) |