εξομολόγηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἐξομολόγησις (exomológēsis).
Noun
[edit]εξομολόγηση • (exomológisi) f (plural εξομολογήσεις)
Declension
[edit]Declension of εξομολόγηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | εξομολόγηση • | εξομολογήσεις • | |
genitive | εξομολόγησης • | εξομολογήσεων • | |
accusative | εξομολόγηση • | εξομολογήσεις • | |
vocative | εξομολόγηση • | εξομολογήσεις • | |
Older or formal genitive singular: εξομολογήσεως • |
Further reading
[edit]- εξομολόγηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- εξομολόγηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el