Jump to content

ανία

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἀνία

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly, from Ancient Greek ἀνία (anía) & Semantic loan from French ennui.

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

ανία (aníaf (uncountable)

  1. boredom, tedium, ennui
    • 1956, Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος:
      [...] κι ο Μάνος, για να διασκεδάσει την ανία του άρχισε να περιεργάζεται τους δέκα ανθρώπους του σαλονιού.
      [...] ki o Mános, gia na diaskedásei tin anía tou árchise na periergázetai tous déka anthrópous tou salonioú.
      [...] and Manos, in order to disperse his boredom, he began to scrutinize the ten people in the living room.

Declension

[edit]
Declension of ανία
singular plural
nominative ανία (anía) ανίες (aníes)
genitive ανίας (anías) ανιών (anión)
accusative ανία (anía) ανίες (aníes)
vocative ανία (anía) ανίες (aníes)

Usually in the singular.

[edit]

Further reading

[edit]