Jump to content

εντυπωσιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From εντυπωσιάζω (entyposiázo, to impress).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /endiposiaˈkos/
  • Hyphenation: ε‧ντυ‧πω‧σι‧α‧κός

Adjective

[edit]

εντυπωσιακός (entyposiakósm

  1. impressive

Declension

[edit]
Declension of εντυπωσιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εντυπωσιακός (entyposiakós) εντυπωσιακή (entyposiakí) εντυπωσιακό (entyposiakó) εντυπωσιακοί (entyposiakoí) εντυπωσιακές (entyposiakés) εντυπωσιακά (entyposiaká)
genitive εντυπωσιακού (entyposiakoú) εντυπωσιακής (entyposiakís) εντυπωσιακού (entyposiakoú) εντυπωσιακών (entyposiakón) εντυπωσιακών (entyposiakón) εντυπωσιακών (entyposiakón)
accusative εντυπωσιακό (entyposiakó) εντυπωσιακή (entyposiakí) εντυπωσιακό (entyposiakó) εντυπωσιακούς (entyposiakoús) εντυπωσιακές (entyposiakés) εντυπωσιακά (entyposiaká)
vocative εντυπωσιακέ (entyposiaké) εντυπωσιακή (entyposiakí) εντυπωσιακό (entyposiakó) εντυπωσιακοί (entyposiakoí) εντυπωσιακές (entyposiakés) εντυπωσιακά (entyposiaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εντυπωσιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εντυπωσιακός, etc.)

Further reading

[edit]