θεαματικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]θεαματικός (theamatikós, “spectacular”) + -ότητα (-ótita). First attested 1825.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]θεαματικότητα • (theamatikótita) f (usually uncountable, plural θεαματικότητες)
- (rare) spectacularity (condition of being spectacular)
- Η θεαματικότητα του νησιού δεν περιγράφεται με λόγια.
- I theamatikótita tou nisioú den perigráfetai me lógia.
- The spectacular (views) of the island can't be described in words.
- (television) viewership, ratings (number of people who watched a certain programme)
- Συναντήθηκαν να αποφασίσουν πως να ανεβάσουν την θεαματικότητα της εκπομπής.
- Synantíthikan na apofasísoun pos na anevásoun tin theamatikótita tis ekpompís.
- They met to decide how to raise the ratings of the show.
Declension
[edit]Declension of θεαματικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θεαματικότητα • | θεαματικότητες • |
genitive | θεαματικότητας • | θεαματικοτήτων • |
accusative | θεαματικότητα • | θεαματικότητες • |
vocative | θεαματικότητα • | θεαματικότητες • |
Synonyms
[edit]- (ratings): τηλεθεαματικότητα f (tiletheamatikótita), τηλεθέαση f (tilethéasi), ακροαματικότητα f (akroamatikótita) (of a radio show), αναγνωσιμότητα f (anagnosimótita) (of a book/magazine/website)