From Wiktionary, the free dictionary
From σφαλιάρα ( sfaliára , “ slap ” ) + -ίζω ( -ízo ) .
IPA (key ) : /sfaʎaˈɾizo/
Hyphenation: σφα‧λια‧ρί‧ζω
σφαλιαρίζω • (sfaliarízo ) (past σφαλιάρισα , passive —) (or passive: σφαλιαρίζομαι )
to smack , slap ( give a blow on the face with the open hand )
Σταμάτα ή θα σε σφαλιαρίσω ! Stamáta í tha se sfaliaríso ! Stop or I'll slap you!
σφαλιαρίζω σφαλιαρίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
σφαλιαρίζω
σφαλιαρίσω
σφαλιαρίζομαι
σφαλιαριστώ
2 sg
σφαλιαρίζεις
σφαλιαρίσεις
σφαλιαρίζεσαι
σφαλιαριστείς
3 sg
σφαλιαρίζει
σφαλιαρίσει
σφαλιαρίζεται
σφαλιαριστεί
1 pl
σφαλιαρίζουμε , [‑ομε ]
σφαλιαρίσουμε , [‑ομε ]
σφαλιαριζόμαστε
σφαλιαριστούμε
2 pl
σφαλιαρίζετε
σφαλιαρίσετε
σφαλιαρίζεστε , σφαλιαριζόσαστε
σφαλιαριστείτε
3 pl
σφαλιαρίζουν (ε )
σφαλιαρίσουν (ε )
σφαλιαρίζονται
σφαλιαριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
σφαλιάριζα
σφαλιάρισα
σφαλιαριζόμουν (α )
σφαλιαρίστηκα
2 sg
σφαλιάριζες
σφαλιάρισες
σφαλιαριζόσουν (α )
σφαλιαρίστηκες
3 sg
σφαλιάριζε
σφαλιάρισε
σφαλιαριζόταν (ε )
σφαλιαρίστηκε
1 pl
σφαλιαρίζαμε
σφαλιαρίσαμε
σφαλιαριζόμασταν , (‑όμαστε )
σφαλιαριστήκαμε
2 pl
σφαλιαρίζατε
σφαλιαρίσατε
σφαλιαριζόσασταν , (‑όσαστε )
σφαλιαριστήκατε
3 pl
σφαλιάριζαν , σφαλιαρίζαν (ε )
σφαλιάρισαν , σφαλιαρίσαν (ε )
σφαλιαρίζονταν , (σφαλιαριζόντουσαν )
σφαλιαρίστηκαν , σφαλιαριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα σφαλιαρίζω ➤
θα σφαλιαρίσω ➤
θα σφαλιαρίζομαι ➤
θα σφαλιαριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα σφαλιαρίζεις , …
θα σφαλιαρίσεις , …
θα σφαλιαρίζεσαι , …
θα σφαλιαριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … σφαλιαρίσει
έχω, έχεις, … σφαλιαριστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … σφαλιαρίσει
είχα, είχες, … σφαλιαριστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … σφαλιαρίσει
θα έχω, θα έχεις, … σφαλιαριστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
σφαλιάριζε
σφαλιάρισε
—
σφαλιαρίσου
2 pl
σφαλιαρίζετε
σφαλιαρίστε
σφαλιαρίζεστε
σφαλιαριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
σφαλιαρίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας σφαλιαρίσει ➤
—
Nonfinite form➤
σφαλιαρίσει
σφαλιαριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.