ενημερώνω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ενημερώνω • (enimeróno) (past ενημέρωσα, passive ενημερώνομαι)
Conjugation
[edit]ενημερώνω ενημερώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ενημερώνω | ενημερώσω | ενημερώνομαι | ενημερωθώ |
2 sg | ενημερώνεις | ενημερώσεις | ενημερώνεσαι | ενημερωθείς |
3 sg | ενημερώνει | ενημερώσει | ενημερώνεται | ενημερωθεί |
1 pl | ενημερώνουμε, [‑ομε] | ενημερώσουμε, [‑ομε] | ενημερωνόμαστε | ενημερωθούμε |
2 pl | ενημερώνετε | ενημερώσετε | ενημερώνεστε, ενημερωνόσαστε | ενημερωθείτε |
3 pl | ενημερώνουν(ε) | ενημερώσουν(ε) | ενημερώνονται | ενημερωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ενημέρωνα | ενημέρωσα | ενημερωνόμουν(α) | ενημερώθηκα |
2 sg | ενημέρωνες | ενημέρωσες | ενημερωνόσουν(α) | ενημερώθηκες |
3 sg | ενημέρωνε | ενημέρωσε | ενημερωνόταν(ε) | ενημερώθηκε |
1 pl | ενημερώναμε | ενημερώσαμε | ενημερωνόμασταν, (‑όμαστε) | ενημερωθήκαμε |
2 pl | ενημερώνατε | ενημερώσατε | ενημερωνόσασταν, (‑όσαστε) | ενημερωθήκατε |
3 pl | ενημέρωναν, ενημερώναν(ε) | ενημέρωσαν, ενημερώσαν(ε) | ενημερώνονταν, (ενημερωνόντουσαν) | ενημερώθηκαν, ενημερωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ενημερώνω ➤ | θα ενημερώσω ➤ | θα ενημερώνομαι ➤ | θα ενημερωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ενημερώνεις, … | θα ενημερώσεις, … | θα ενημερώνεσαι, … | θα ενημερωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ενημερώσει έχω, έχεις, … ενημερωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ενημερωθεί είμαι, είσαι, … ενημερωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ενημερώσει είχα, είχες, … ενημερωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ενημερωθεί ήμουν, ήσουν, … ενημερωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ενημερώσει θα έχω, θα έχεις, … ενημερωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ενημερωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενημερωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ενημέρωνε | ενημέρωσε | — | ενημερώσου |
2 pl | ενημερώνετε | ενημερώστε | ενημερώνεστε | ενημερωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ενημερώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ενημερώσει ➤ | ενημερωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ενημερώσει | ενημερωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Further reading
[edit]- ενημερώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language