Jump to content

ενημερωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ενημερωμένος (enimeroménosm (feminine ενημερωμένη, neuter ενημερωμένο)

  1. well informed, up to date (with information)
    Antonym: ανενημέρωτος (anenimérotos)

Declension

[edit]
Declension of ενημερωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ενημερωμένος (enimeroménos) ενημερωμένη (enimeroméni) ενημερωμένο (enimeroméno) ενημερωμένοι (enimeroménoi) ενημερωμένες (enimeroménes) ενημερωμένα (enimeroména)
genitive ενημερωμένου (enimeroménou) ενημερωμένης (enimeroménis) ενημερωμένου (enimeroménou) ενημερωμένων (enimeroménon) ενημερωμένων (enimeroménon) ενημερωμένων (enimeroménon)
accusative ενημερωμένο (enimeroméno) ενημερωμένη (enimeroméni) ενημερωμένο (enimeroméno) ενημερωμένους (enimeroménous) ενημερωμένες (enimeroménes) ενημερωμένα (enimeroména)
vocative ενημερωμένε (enimeroméne) ενημερωμένη (enimeroméni) ενημερωμένο (enimeroméno) ενημερωμένοι (enimeroménoi) ενημερωμένες (enimeroménes) ενημερωμένα (enimeroména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενημερωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενημερωμένος, etc.)