Jump to content

μερικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μέρος (méros) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

μερικός (merikósm (feminine μερική, neuter μερικό)

  1. partial, part, sub
    Antonym: ολικός (olikós)
    μερικό άθροισμαmerikó áthroismasubtotal
  2. part-time
  3. (in the plural, pronoun) some, a few

Declension

[edit]
Declension of μερικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μερικός (merikós) μερική (merikí) μερικό (merikó) μερικοί (merikoí) μερικές (merikés) μερικά (meriká)
genitive μερικού (merikoú) μερικής (merikís) μερικού (merikoú) μερικών (merikón) μερικών (merikón) μερικών (merikón)
accusative μερικό (merikó) μερική (merikí) μερικό (merikó) μερικούς (merikoús) μερικές (merikés) μερικά (meriká)
vocative μερικέ (meriké) μερική (merikí) μερικό (merikó) μερικοί (merikoí) μερικές (merikés) μερικά (meriká)
[edit]

Further reading

[edit]