Jump to content

ολικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From όλος (ólos, whole) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

ολικός (olikósm (feminine ολική, neuter ολικό)

  1. total
    Antonym: μερικός (merikós)

Declension

[edit]
Declension of ολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ολικός (olikós) ολική (olikí) ολικό (olikó) ολικοί (olikoí) ολικές (olikés) ολικά (oliká)
genitive ολικού (olikoú) ολικής (olikís) ολικού (olikoú) ολικών (olikón) ολικών (olikón) ολικών (olikón)
accusative ολικό (olikó) ολική (olikí) ολικό (olikó) ολικούς (olikoús) ολικές (olikés) ολικά (oliká)
vocative ολικέ (oliké) ολική (olikí) ολικό (olikó) ολικοί (olikoí) ολικές (olikés) ολικά (oliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ολικός, etc.)

Further reading

[edit]