ολικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From όλος (ólos, “whole”) + -ικός (-ikós).
Adjective
[edit]ολικός • (olikós) m (feminine ολική, neuter ολικό)
Declension
[edit]Declension of ολικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ολικός • | ολική • | ολικό • | ολικοί • | ολικές • | ολικά • |
genitive | ολικού • | ολικής • | ολικού • | ολικών • | ολικών • | ολικών • |
accusative | ολικό • | ολική • | ολικό • | ολικούς • | ολικές • | ολικά • |
vocative | ολικέ • | ολική • | ολικό • | ολικοί • | ολικές • | ολικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ολικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ολικός, etc.) |
Further reading
[edit]- ολικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language