Jump to content

προαιρετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek προαιρετικός (proairetikós, freely choosing) with semantic loan from French facultatif.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pɾo.e.ɾe.tiˈkos/
  • Hyphenation: προ‧αι‧ρε‧τι‧κός
  • Rhymes: -os

Adjective

[edit]

προαιρετικός (proairetikósm (feminine προαιρετική, neuter προαιρετικό)

  1. optional
    Antonym: υποχρεωτικός (ypochreotikós)

Declension

[edit]
Declension of προαιρετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative προαιρετικός (proairetikós) προαιρετική (proairetikí) προαιρετικό (proairetikó) προαιρετικοί (proairetikoí) προαιρετικές (proairetikés) προαιρετικά (proairetiká)
genitive προαιρετικού (proairetikoú) προαιρετικής (proairetikís) προαιρετικού (proairetikoú) προαιρετικών (proairetikón) προαιρετικών (proairetikón) προαιρετικών (proairetikón)
accusative προαιρετικό (proairetikó) προαιρετική (proairetikí) προαιρετικό (proairetikó) προαιρετικούς (proairetikoús) προαιρετικές (proairetikés) προαιρετικά (proairetiká)
vocative προαιρετικέ (proairetiké) προαιρετική (proairetikí) προαιρετικό (proairetikó) προαιρετικοί (proairetikoí) προαιρετικές (proairetikés) προαιρετικά (proairetiká)

Derived terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ προαιρετικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language