Jump to content

υποχρεωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ὐπόχρεος (upókhreos, indebted).

Pronunciation

[edit]

IPA(key): /ipoxɾeotiˈkos/

Adjective

[edit]

υποχρεωτικός (ypochreotikósm (feminine υποχρεωτική, neuter υποχρεωτικό)

  1. obligatory, compulsory, mandatory
    Antonym: προαιρετικός (proairetikós)
    Στην Ελλάδα, είναι υποχρεωτικό να πας στον στρατό.
    Stin Elláda, eínai ypochreotikó na pas ston strató.
    In Greece, it is compulsory to join the army.
  2. obliging, helpful

Declension

[edit]
Declension of υποχρεωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υποχρεωτικός (ypochreotikós) υποχρεωτική (ypochreotikí) υποχρεωτικό (ypochreotikó) υποχρεωτικοί (ypochreotikoí) υποχρεωτικές (ypochreotikés) υποχρεωτικά (ypochreotiká)
genitive υποχρεωτικού (ypochreotikoú) υποχρεωτικής (ypochreotikís) υποχρεωτικού (ypochreotikoú) υποχρεωτικών (ypochreotikón) υποχρεωτικών (ypochreotikón) υποχρεωτικών (ypochreotikón)
accusative υποχρεωτικό (ypochreotikó) υποχρεωτική (ypochreotikí) υποχρεωτικό (ypochreotikó) υποχρεωτικούς (ypochreotikoús) υποχρεωτικές (ypochreotikés) υποχρεωτικά (ypochreotiká)
vocative υποχρεωτικέ (ypochreotiké) υποχρεωτική (ypochreotikí) υποχρεωτικό (ypochreotikó) υποχρεωτικοί (ypochreotikoí) υποχρεωτικές (ypochreotikés) υποχρεωτικά (ypochreotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποχρεωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποχρεωτικός, etc.)

[edit]