υποχρεώνω
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Verb formed from the adjective υπόχρεος (ypóchreos) (from Ancient Greek ὑπόχρεος (hupókhreos, “indebted”), from υπο- (upo-) + χρέος (khréos)), + -ώνω (suffix for verbs). For sense "oblige", calque of French obliger.[1]
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]υποχρεώνω • (ypochreóno) (past υποχρέωσα, passive υποχρεώνομαι) and see υποχρεούμαι (ypochreoúmai)
- to oblige, force, obligate, compel
- Ο νόμος μας υποχρεώνει να τον φυλακίσουμε.
- O nómos mas ypochreónei na ton fylakísoume.
- The law obliges us to imprison him.
- to oblige, indebt, cause someone to owe a favour
- Με βοήθησε τόσο πολύ! Έχω υποχρεωθεί σ’ αυτόν τον καλό άνθρωπο!
- Me voḯthise tóso polý! Écho ypochreotheí s’ aftón ton kaló ánthropo!
- He helped me so much! I am indebted to this good fellow!
Conjugation
[edit]υποχρεώνω υποχρεώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | υποχρεώνω | υποχρεώσω | υποχρεώνομαι | υποχρεωθώ |
2 sg | υποχρεώνεις | υποχρεώσεις | υποχρεώνεσαι | υποχρεωθείς |
3 sg | υποχρεώνει | υποχρεώσει | υποχρεώνεται | υποχρεωθεί |
1 pl | υποχρεώνουμε, [‑ομε] | υποχρεώσουμε, [‑ομε] | υποχρεωνόμαστε | υποχρεωθούμε |
2 pl | υποχρεώνετε | υποχρεώσετε | υποχρεώνεστε, υποχρεωνόσαστε | υποχρεωθείτε |
3 pl | υποχρεώνουν(ε) | υποχρεώσουν(ε) | υποχρεώνονται | υποχρεωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | υποχρέωνα | υποχρέωσα | υποχρεωνόμουν(α) | υποχρεώθηκα |
2 sg | υποχρέωνες | υποχρέωσες | υποχρεωνόσουν(α) | υποχρεώθηκες |
3 sg | υποχρέωνε | υποχρέωσε | υποχρεωνόταν(ε) | υποχρεώθηκε |
1 pl | υποχρεώναμε | υποχρεώσαμε | υποχρεωνόμασταν, (‑όμαστε) | υποχρεωθήκαμε |
2 pl | υποχρεώνατε | υποχρεώσατε | υποχρεωνόσασταν, (‑όσαστε) | υποχρεωθήκατε |
3 pl | υποχρέωναν, υποχρεώναν(ε) | υποχρέωσαν, υποχρεώσαν(ε) | υποχρεώνονταν, (υποχρεωνόντουσαν) | υποχρεώθηκαν, υποχρεωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα υποχρεώνω ➤ | θα υποχρεώσω ➤ | θα υποχρεώνομαι ➤ | θα υποχρεωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υποχρεώνεις, … | θα υποχρεώσεις, … | θα υποχρεώνεσαι, … | θα υποχρεωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υποχρεώσει έχω, έχεις, … υποχρεωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … υποχρεωθεί είμαι, είσαι, … υποχρεωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υποχρεώσει είχα, είχες, … υποχρεωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … υποχρεωθεί ήμουν, ήσουν, … υποχρεωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υποχρεώσει θα έχω, θα έχεις, … υποχρεωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … υποχρεωθεί θα είμαι, θα είσαι, … υποχρεωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | υποχρέωνε | υποχρέωσε | — | υποχρεώσου |
2 pl | υποχρεώνετε | υποχρεώστε, υποχρεώσετε | υποχρεώνεστε | υποχρεωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | υποχρεώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας υποχρεώσει ➤ | υποχρεωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | υποχρεώσει | υποχρεωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]- αναγκάζω (anagkázo, “force”)
Related terms
[edit]- καθυποχρεώνω (kathypochreóno, “oblige immensely”) (formal)
- καταϋποχρεώνω (kataÿpochreóno, “oblige immensely”)
- υποχρεούμαι (ypochreoúmai) (formal passive form)
- υποχρέωση f (ypochréosi, “obligation”)
- υποχρεωτικός (ypochreotikós, “obligatory; of person who obliges”)
References
[edit]- ^ υποχρεώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language