Jump to content

φαλλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

φαλλός (fallós) +‎ -ικός (-ikós)

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

φαλλικός (fallikósm

  1. phallic

Declension

[edit]
Declension of φαλλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φαλλικός (fallikós) φαλλική (fallikí) φαλλικό (fallikó) φαλλικοί (fallikoí) φαλλικές (fallikés) φαλλικά (falliká)
genitive φαλλικού (fallikoú) φαλλικής (fallikís) φαλλικού (fallikoú) φαλλικών (fallikón) φαλλικών (fallikón) φαλλικών (fallikón)
accusative φαλλικό (fallikó) φαλλική (fallikí) φαλλικό (fallikó) φαλλικούς (fallikoús) φαλλικές (fallikés) φαλλικά (falliká)
vocative φαλλικέ (falliké) φαλλική (fallikí) φαλλικό (fallikó) φαλλικοί (fallikoí) φαλλικές (fallikés) φαλλικά (falliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φαλλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φαλλικός, etc.)