Jump to content

γοητευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek γοητευτικός (goēteutikós, proficient in magic) with semantic loan from French charmant and fascinant.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ɣo.i.te.ftiˈkos/
  • Hyphenation: γο‧η‧τευ‧τι‧κός

Adjective

[edit]

γοητευτικός (goïteftikósm (feminine γοητευτική, neuter γοητευτικό)

  1. charming, enchanting

Declension

[edit]
Declension of γοητευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γοητευτικός (goïteftikós) γοητευτική (goïteftikí) γοητευτικό (goïteftikó) γοητευτικοί (goïteftikoí) γοητευτικές (goïteftikés) γοητευτικά (goïteftiká)
genitive γοητευτικού (goïteftikoú) γοητευτικής (goïteftikís) γοητευτικού (goïteftikoú) γοητευτικών (goïteftikón) γοητευτικών (goïteftikón) γοητευτικών (goïteftikón)
accusative γοητευτικό (goïteftikó) γοητευτική (goïteftikí) γοητευτικό (goïteftikó) γοητευτικούς (goïteftikoús) γοητευτικές (goïteftikés) γοητευτικά (goïteftiká)
vocative γοητευτικέ (goïteftiké) γοητευτική (goïteftikí) γοητευτικό (goïteftikó) γοητευτικοί (goïteftikoí) γοητευτικές (goïteftikés) γοητευτικά (goïteftiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γοητευτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γοητευτικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ γοητευτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language