περιοδικό
Jump to navigation
Jump to search
See also: περιοδικόν
Greek
[edit]Etymology
[edit]- (Adjective): inflectional form of περιοδικός.
- (Noun): Substantivized adjective from the phrase περιοδικός τύπος (“periodic press”). From French périodique (“periodical”) < Latin periodicus < Ancient Greek περιοδικός (periodikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]περιοδικό • (periodikó)
- Accusative masculine singular form of περιοδικός (periodikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of περιοδικός (periodikós).
Noun
[edit]περιοδικό • (periodikó) n (plural περιοδικά)
Declension
[edit]Declension of περιοδικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιοδικό • | περιοδικά • |
genitive | περιοδικού • | περιοδικών • |
accusative | περιοδικό • | περιοδικά • |
vocative | περιοδικό • | περιοδικά • |
References
[edit]- ^ περιοδικό - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
Further reading
[edit]- περιοδικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el