Jump to content

ασώματος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ασώματος (asómatosm (feminine ασώματη, neuter ασώματο)

  1. disembodied, bodiless, immaterial

Declension

[edit]
Declension of ασώματος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ασώματος (asómatos) ασώματη (asómati) ασώματο (asómato) ασώματοι (asómatoi) ασώματες (asómates) ασώματα (asómata)
genitive ασώματου (asómatou) ασώματης (asómatis) ασώματου (asómatou) ασώματων (asómaton) ασώματων (asómaton) ασώματων (asómaton)
accusative ασώματο (asómato) ασώματη (asómati) ασώματο (asómato) ασώματους (asómatous) ασώματες (asómates) ασώματα (asómata)
vocative ασώματε (asómate) ασώματη (asómati) ασώματο (asómato) ασώματοι (asómatoi) ασώματες (asómates) ασώματα (asómata)
[edit]