Learned borrowing from Ancient Greek συκοφαντῶ ( sukophantô ) ,[ 1] contracted form of συκοφαντέω ( sukophantéō , “ to be a common informer, to prosecute vexatiously ” )
IPA (key ) : /si.ko.fanˈdo/
Hyphenation: συ‧κο‧φα‧ντώ
συκοφαντώ • (sykofantó ) (past συκοφάντησα , passive συκοφαντούμαι , p‑past συκοφαντήθηκα , ppp συκοφαντημένος )
( transitive ) to slander , to calumniate , to defame
Synonym: διαβάλλω ( diavállo )
συκοφαντώ , συκοφαντούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
συκοφαντώ
συκοφαντήσω
συκοφαντούμαι
συκοφαντηθώ
2 sg
συκοφαντείς
συκοφαντήσεις
συκοφαντείσαι
συκοφαντηθείς
3 sg
συκοφαντεί
συκοφαντήσει
συκοφαντείται
συκοφαντηθεί
1 pl
συκοφαντούμε
συκοφαντήσουμε , [-ομε ]
συκοφαντούμαστε
συκοφαντηθούμε
2 pl
συκοφαντείτε
συκοφαντήσετε
συκοφαντείστε
συκοφαντηθείτε
3 pl
συκοφαντούν (ε )
συκοφαντήσουν (ε )
συκοφαντούνται
συκοφαντηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
συκοφαντούσα
συκοφάντησα
[συκοφαντούμουν (α )]
συκοφαντήθηκα
2 sg
συκοφαντούσες
συκοφάντησες
[συκοφαντούσουν (α )]
συκοφαντήθηκες
3 sg
συκοφαντούσε
συκοφάντησε
συκοφαντούνταν , {συκοφαντείτο }
συκοφαντήθηκε
1 pl
συκοφαντούσαμε
συκοφαντήσαμε
συκοφαντούμασταν , (‑ούμαστε )
συκοφαντηθήκαμε
2 pl
συκοφαντούσατε
συκοφαντήσατε
[συκοφαντούσασταν , (‑ούσαστε )]
συκοφαντηθήκατε
3 pl
συκοφαντούσαν (ε )
συκοφάντησαν , συκοφαντήσαν (ε )
συκοφαντούνταν , {συκοφαντούντο }
συκοφαντήθηκαν , συκοφαντηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα συκοφαντώ ➤
θα συκοφαντήσω ➤
θα συκοφαντούμαι ➤
θα συκοφαντηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα συκοφαντείς , …
θα συκοφαντήσεις , …
θα συκοφαντείσαι , …
θα συκοφαντηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … συκοφαντήσει έχω, έχεις, … συκοφαντημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … συκοφαντηθεί είμαι , είσαι , … συκοφαντημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … συκοφαντήσει είχα, είχες, … συκοφαντημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … συκοφαντηθεί ήμουν , ήσουν , … συκοφαντημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … συκοφαντήσει θα έχω, θα έχεις, … συκοφαντημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … συκοφαντηθεί θα είμαι, θα είσαι, … συκοφαντημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
συκοφάντησε
—
συκοφαντήσου
2 pl
συκοφαντείτε
συκοφαντήστε
συκοφαντείστε
συκοφαντηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
συκοφαντώντας ➤
συκοφαντούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας συκοφαντήσει ➤
συκοφαντημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
συκοφαντήσει
συκοφαντηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.