πιστοποίηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek πιστοποίησις (pistopoíēsis).[1] By surface analysis, πιστοποιώ (pistopoió) + -ση (-si).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]πιστοποίηση • (pistopoíisi) f (plural πιστοποιήσεις)
- certification (the act of certifying)
- certification, certificate (a professional qualification that certifies a person's ability)
- Synonym: πιστοποιητικό n (pistopoiitikó)
- Πιστοποίηση Ελληνομάθειας ― Pistopoíisi Ellinomátheias ― Certificate of Attainment in Greek
Declension
[edit]Declension of πιστοποίηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | πιστοποίησηη • | πιστοποιήσεις • | |
genitive | πιστοποίησηης • | πιστοποιήσεων • | |
accusative | πιστοποίησηη • | πιστοποιήσεις • | |
vocative | πιστοποίησηη • | πιστοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: πιστοποιήσεως • |
Related terms
[edit]- see: πιστοποιώ (pistopoió)
References
[edit]- ^ πιστοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language