πιστοποιώ
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]πιστοποιώ • (pistopoió) (past πιστοποίησα, passive πιστοποιούμαι, ppp πιστοποιημένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- απιστοποίητος (apistopoíitos, “unattested, not vouched for”)
- πιστοποίηση f (pistopoíisi, “certification”)
- πιστοποιητικό n (pistopoiitikó, “certificate”)