απιστοποίητος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απιστοποίητος • (apistopoíitos) m (feminine απιστοποίητη, neuter απιστοποίητο)
- unattested, uncertified
- Antonym: πιστοποιημένος (pistopoiiménos)
- not vouched for
- Antonym: πιστοποιημένος (pistopoiiménos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απιστοποίητος (apistopoíitos) | απιστοποίητη (apistopoíiti) | απιστοποίητο (apistopoíito) | απιστοποίητοι (apistopoíitoi) | απιστοποίητες (apistopoíites) | απιστοποίητα (apistopoíita) | |
genitive | απιστοποίητου (apistopoíitou) | απιστοποίητης (apistopoíitis) | απιστοποίητου (apistopoíitou) | απιστοποίητων (apistopoíiton) | απιστοποίητων (apistopoíiton) | απιστοποίητων (apistopoíiton) | |
accusative | απιστοποίητο (apistopoíito) | απιστοποίητη (apistopoíiti) | απιστοποίητο (apistopoíito) | απιστοποίητους (apistopoíitous) | απιστοποίητες (apistopoíites) | απιστοποίητα (apistopoíita) | |
vocative | απιστοποίητε (apistopoíite) | απιστοποίητη (apistopoíiti) | απιστοποίητο (apistopoíito) | απιστοποίητοι (apistopoíitoi) | απιστοποίητες (apistopoíites) | απιστοποίητα (apistopoíita) |
Related terms
[edit]- see: πιστοποιώ (pistopoió, “I attest”)