IPA (key ) : /tɾo.mo.kɾaˈto/
Hyphenation: τρο‧μο‧κρα‧τώ
τρομοκρατώ • (tromokrató ) (past τρομοκράτησα , passive τρομοκρατούμαι , p‑past τρομοκρατήθηκα , ppp τρομοκρατημένος )
to terrorise ( UK ) , terrorize ( US )
to intimidate , terrify
τρομοκρατώ , τρομοκρατούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
τρομοκρατώ
τρομοκρατήσω
τρομοκρατούμαι
τρομοκρατηθώ
2 sg
τρομοκρατείς
τρομοκρατήσεις
τρομοκρατείσαι
τρομοκρατηθείς
3 sg
τρομοκρατεί
τρομοκρατήσει
τρομοκρατείται
τρομοκρατηθεί
1 pl
τρομοκρατούμε
τρομοκρατήσουμε , [-ομε ]
τρομοκρατούμαστε
τρομοκρατηθούμε
2 pl
τρομοκρατείτε
τρομοκρατήσετε
τρομοκρατείστε
τρομοκρατηθείτε
3 pl
τρομοκρατούν (ε )
τρομοκρατήσουν (ε )
τρομοκρατούνται
τρομοκρατηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
τρομοκρατούσα
τρομοκράτησα
[τρομοκρατούμουν (α )]
τρομοκρατήθηκα
2 sg
τρομοκρατούσες
τρομοκράτησες
[τρομοκρατούσουν (α )]
τρομοκρατήθηκες
3 sg
τρομοκρατούσε
τρομοκράτησε
τρομοκρατούνταν , {τρομοκρατείτο }
τρομοκρατήθηκε
1 pl
τρομοκρατούσαμε
τρομοκρατήσαμε
τρομοκρατούμασταν , (‑ούμαστε )
τρομοκρατηθήκαμε
2 pl
τρομοκρατούσατε
τρομοκρατήσατε
[τρομοκρατούσασταν , (‑ούσαστε )]
τρομοκρατηθήκατε
3 pl
τρομοκρατούσαν (ε )
τρομοκράτησαν , τρομοκρατήσαν (ε )
τρομοκρατούνταν , {τρομοκρατούντο }
τρομοκρατήθηκαν , τρομοκρατηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα τρομοκρατώ ➤
θα τρομοκρατήσω ➤
θα τρομοκρατούμαι ➤
θα τρομοκρατηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα τρομοκρατείς , …
θα τρομοκρατήσεις , …
θα τρομοκρατείσαι , …
θα τρομοκρατηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … τρομοκρατήσει έχω, έχεις, … τρομοκρατημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … τρομοκρατηθεί είμαι , είσαι , … τρομοκρατημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … τρομοκρατήσει είχα, είχες, … τρομοκρατημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … τρομοκρατηθεί ήμουν , ήσουν , … τρομοκρατημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … τρομοκρατήσει θα έχω, θα έχεις, … τρομοκρατημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … τρομοκρατηθεί θα είμαι, θα είσαι, … τρομοκρατημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
τρομοκράτησε
—
τρομοκρατήσου
2 pl
τρομοκρατείτε
τρομοκρατήστε
τρομοκρατείστε
τρομοκρατηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
τρομοκρατώντας ➤
τρομοκρατούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας τρομοκρατήσει ➤
τρομοκρατημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
τρομοκρατήσει
τρομοκρατηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: τρόμος m ( trómos , “ fear, terror ” ) & κράτος n ( krátos , “ state ” )