ιστιοφόρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]ιστίο (istío, “sail”) + -φόρος (-fóros, “bearer”)
Noun
[edit]ιστιοφόρο • (istiofóro) n (plural ιστιοφόρα)
- sailing boat (a boat or ship with sails)
Declension
[edit]Declension of ιστιοφόρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ιστιοφόρο • | ιστιοφόρα • |
genitive | ιστιοφόρου • | ιστιοφόρων • |
accusative | ιστιοφόρο • | ιστιοφόρα • |
vocative | ιστιοφόρο • | ιστιοφόρα • |
Related terms
[edit]- see: ιστός m (istós, “mast”)
See also
[edit]- κότερο n (kótero, “yacht, small sailing boat, sailboat”)
Further reading
[edit]- ιστιοφόρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el