υστεροβουλία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Koine Greek ὑστεροβουλία (husteroboulía), equivalent to υστερο- (ystero-, “after, subsequent”) + βουλή (voulí, “desire, will”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]υστεροβουλία • (ysterovoulía) f (plural υστεροβουλίες)
- ulterior motive (alternative reason for doing something, especially when concealed)
- Η καλοσύνη του και η καλή διάθεση έκρυβαν υστεροβουλία.
- I kalosýni tou kai i kalí diáthesi ékryvan ysterovoulía.
- His kindness and good nature hid an ulterior motive.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υστεροβουλία (ysterovoulía) | υστεροβουλίες (ysterovoulíes) |
genitive | υστεροβουλίας (ysterovoulías) | υστεροβουλιών (ysterovoulión) |
accusative | υστεροβουλία (ysterovoulía) | υστεροβουλίες (ysterovoulíes) |
vocative | υστεροβουλία (ysterovoulía) | υστεροβουλίες (ysterovoulíes) |
Related terms
[edit]- υστερόβουλος (ysteróvoulos, “insincere, scheming, designing”)