Jump to content

υστεροβουλίες

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υστεροβουλίες (ysterovoulíesf

  1. nominative plural of υστεροβουλία (ysterovoulía)
  2. accusative plural of υστεροβουλία (ysterovoulía)
  3. vocative plural of υστεροβουλία (ysterovoulía)