From Wiktionary, the free dictionary
From κατσάδ(α) ( katsád(a) ) + -ιάζω ( -iázo ) .[ 1]
IPA (key ) : /ka.tsaˈðʝa.zo/
Hyphenation: κα‧τσα‧διά‧ζω
κατσαδιάζω • (katsadiázo ) (past κατσάδιασα , passive κατσαδιάζομαι )
( transitive ) to bawl out , to dress down , to give someone hell , to give a tongue lashing to, to harangue , to scold loudly ( to deliver a loud, hard scolding or lecture to; to reprimand )
Synonyms: μαλώνω ( malóno ) , επιπλήττω ( epiplítto )
κατσαδιάζω κατσαδιάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κατσαδιάζω
κατσαδιάσω
κατσαδιάζομαι
κατσαδιαστώ
2 sg
κατσαδιάζεις
κατσαδιάσεις
κατσαδιάζεσαι
κατσαδιαστείς
3 sg
κατσαδιάζει
κατσαδιάσει
κατσαδιάζεται
κατσαδιαστεί
1 pl
κατσαδιάζουμε , [‑ομε ]
κατσαδιάσουμε , [‑ομε ]
κατσαδιαζόμαστε
κατσαδιαστούμε
2 pl
κατσαδιάζετε
κατσαδιάσετε
κατσαδιάζεστε , κατσαδιαζόσαστε
κατσαδιαστείτε
3 pl
κατσαδιάζουν (ε )
κατσαδιάσουν (ε )
κατσαδιάζονται
κατσαδιαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κατσάδιαζα
κατσάδιασα
κατσαδιαζόμουν (α )
κατσαδιάστηκα
2 sg
κατσάδιαζες
κατσάδιασες
κατσαδιαζόσουν (α )
κατσαδιάστηκες
3 sg
κατσάδιαζε
κατσάδιασε
κατσαδιαζόταν (ε )
κατσαδιάστηκε
1 pl
κατσαδιάζαμε
κατσαδιάσαμε
κατσαδιαζόμασταν , (‑όμαστε )
κατσαδιαστήκαμε
2 pl
κατσαδιάζατε
κατσαδιάσατε
κατσαδιαζόσασταν , (‑όσαστε )
κατσαδιαστήκατε
3 pl
κατσάδιαζαν , κατσαδιάζαν (ε )
κατσάδιασαν , κατσαδιάσαν (ε )
κατσαδιάζονταν , (κατσαδιαζόντουσαν )
κατσαδιάστηκαν , κατσαδιαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κατσαδιάζω ➤
θα κατσαδιάσω ➤
θα κατσαδιάζομαι ➤
θα κατσαδιαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κατσαδιάζεις , …
θα κατσαδιάσεις , …
θα κατσαδιάζεσαι , …
θα κατσαδιαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κατσαδιάσει έχω, έχεις, … κατσαδιασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κατσαδιαστεί είμαι , είσαι , … κατσαδιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κατσαδιάσει είχα, είχες, … κατσαδιασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κατσαδιαστεί ήμουν , ήσουν , … κατσαδιασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … κατσαδιάσει θα έχω, θα έχεις, … κατσαδιασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κατσαδιαστεί θα είμαι, θα είσαι, … κατσαδιασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κατσάδιαζε
κατσάδιασε
—
κατσαδιάσου
2 pl
κατσαδιάζετε
κατσαδιάστε
κατσαδιάζεστε
κατσαδιαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κατσαδιάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας κατσαδιάσει ➤
κατσαδιασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κατσαδιάσει
κατσαδιαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.