Jump to content

συνωμοσία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συνωμοσία (synomosíaf (plural συνωμοσίες)

  1. conspiracy

Declension

[edit]
Declension of συνωμοσία
singular plural
nominative συνωμοσία (synomosía) συνωμοσίες (synomosíes)
genitive συνωμοσίας (synomosías) συνωμοσιών (synomosión)
accusative συνωμοσία (synomosía) συνωμοσίες (synomosíes)
vocative συνωμοσία (synomosía) συνωμοσίες (synomosíes)
[edit]