From Wiktionary, the free dictionary
αναστηλώνω • (anastilóno ) (past αναστήλωσα , passive αναστηλώνομαι )
to restore , reconstruct , rebuild
αναστηλώνω αναστηλώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναστηλώνω
αναστηλώσω
αναστηλώνομαι
αναστηλωθώ
2 sg
αναστηλώνεις
αναστηλώσεις
αναστηλώνεσαι
αναστηλωθείς
3 sg
αναστηλώνει
αναστηλώσει
αναστηλώνεται
αναστηλωθεί
1 pl
αναστηλώνουμε , [‑ομε ]
αναστηλώσουμε , [‑ομε ]
αναστηλωνόμαστε
αναστηλωθούμε
2 pl
αναστηλώνετε
αναστηλώσετε
αναστηλώνεστε , αναστηλωνόσαστε
αναστηλωθείτε
3 pl
αναστηλώνουν (ε )
αναστηλώσουν (ε )
αναστηλώνονται
αναστηλωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναστήλωνα
αναστήλωσα
αναστηλωνόμουν (α )
αναστηλώθηκα
2 sg
αναστήλωνες
αναστήλωσες
αναστηλωνόσουν (α )
αναστηλώθηκες
3 sg
αναστήλωνε
αναστήλωσε
αναστηλωνόταν (ε )
αναστηλώθηκε
1 pl
αναστηλώναμε
αναστηλώσαμε
αναστηλωνόμασταν , (‑όμαστε )
αναστηλωθήκαμε
2 pl
αναστηλώνατε
αναστηλώσατε
αναστηλωνόσασταν , (‑όσαστε )
αναστηλωθήκατε
3 pl
αναστήλωναν , αναστηλώναν (ε )
αναστήλωσαν , αναστηλώσαν (ε )
αναστηλώνονταν , (αναστηλωνόντουσαν )
αναστηλώθηκαν , αναστηλωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναστηλώνω ➤
θα αναστηλώσω ➤
θα αναστηλώνομαι ➤
θα αναστηλωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναστηλώνεις , …
θα αναστηλώσεις , …
θα αναστηλώνεσαι , …
θα αναστηλωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναστηλώσει έχω, έχεις, … αναστηλωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναστηλωθεί είμαι , είσαι , … αναστηλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναστηλώσει είχα, είχες, … αναστηλωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναστηλωθεί ήμουν , ήσουν , … αναστηλωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναστηλώσει θα έχω, θα έχεις, … αναστηλωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναστηλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναστηλωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναστήλωνε
αναστήλωσε
—
αναστηλώσου
2 pl
αναστηλώνετε
αναστηλώστε
αναστηλώνεστε
αναστηλωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναστηλώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναστηλώσει ➤
αναστηλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναστηλώσει
αναστηλωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.