From Wiktionary, the free dictionary
αναστυλώνω • (anastylóno ) (past αναστύλωσα , passive αναστυλώνομαι )
to support ( a column )
to restore
Synonym: αναστηλώνω ( anastilóno )
αναστυλώνω αναστυλώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναστυλώνω
αναστυλώσω
αναστυλώνομαι
αναστυλωθώ
2 sg
αναστυλώνεις
αναστυλώσεις
αναστυλώνεσαι
αναστυλωθείς
3 sg
αναστυλώνει
αναστυλώσει
αναστυλώνεται
αναστυλωθεί
1 pl
αναστυλώνουμε , [‑ομε ]
αναστυλώσουμε , [‑ομε ]
αναστυλωνόμαστε
αναστυλωθούμε
2 pl
αναστυλώνετε
αναστυλώσετε
αναστυλώνεστε , αναστυλωνόσαστε
αναστυλωθείτε
3 pl
αναστυλώνουν (ε )
αναστυλώσουν (ε )
αναστυλώνονται
αναστυλωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναστύλωνα
αναστύλωσα
αναστυλωνόμουν (α )
αναστυλώθηκα
2 sg
αναστύλωνες
αναστύλωσες
αναστυλωνόσουν (α )
αναστυλώθηκες
3 sg
αναστύλωνε
αναστύλωσε
αναστυλωνόταν (ε )
αναστυλώθηκε
1 pl
αναστυλώναμε
αναστυλώσαμε
αναστυλωνόμασταν , (‑όμαστε )
αναστυλωθήκαμε
2 pl
αναστυλώνατε
αναστυλώσατε
αναστυλωνόσασταν , (‑όσαστε )
αναστυλωθήκατε
3 pl
αναστύλωναν , αναστυλώναν (ε )
αναστύλωσαν , αναστυλώσαν (ε )
αναστυλώνονταν , (αναστυλωνόντουσαν )
αναστυλώθηκαν , αναστυλωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αναστυλώνω ➤
θα αναστυλώσω ➤
θα αναστυλώνομαι ➤
θα αναστυλωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αναστυλώνεις , …
θα αναστυλώσεις , …
θα αναστυλώνεσαι , …
θα αναστυλωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναστυλώσει έχω, έχεις, … αναστυλωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αναστυλωθεί είμαι , είσαι , … αναστυλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναστυλώσει είχα, είχες, … αναστυλωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αναστυλωθεί ήμουν , ήσουν , … αναστυλωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αναστυλώσει θα έχω, θα έχεις, … αναστυλωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αναστυλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναστυλωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αναστύλωνε
αναστύλωσε
—
αναστυλώσου
2 pl
αναστυλώνετε
αναστυλώστε
αναστυλώνεστε
αναστυλωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναστυλώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αναστυλώσει ➤
αναστυλωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αναστυλώσει
αναστυλωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.