Jump to content

αναστύλωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αναστύλωση (anastýlosif (plural αναστυλώσεις)

  1. Alternative form of αναστήλωση (anastílosi)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αναστύλωση (anastýlosi) αναστυλώσεις (anastylóseis)
genitive αναστύλωσης (anastýlosis) αναστυλώσεων (anastylóseon)
accusative αναστύλωση (anastýlosi) αναστυλώσεις (anastylóseis)
vocative αναστύλωση (anastýlosi) αναστυλώσεις (anastylóseis)

Older or formal genitive singular: αναστυλώσεως (anastylóseos)

[edit]