εύπορος
Appearance
See also: εὔπορος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek εὔπορος (eúporos).[1] By surface analysis, εύ- (éf-) + πόρος (póros)
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]εύπορος • (éfporos) m (feminine εύπορη, neuter εύπορο)
- affluent, well-to-do, wealthy
- Synonyms: ευημερών (evimerón), ευκατάστατος (efkatástatos), πλούσιος (ploúsios)
- Antonyms: άπορος (áporos), φτωχός (ftochós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εύπορος (éfporos) | εύπορη (éfpori) | εύπορο (éfporo) | εύποροι (éfporoi) | εύπορες (éfpores) | εύπορα (éfpora) | |
genitive | εύπορου (éfporou) | εύπορης (éfporis) | εύπορου (éfporou) | εύπορων (éfporon) | εύπορων (éfporon) | εύπορων (éfporon) | |
accusative | εύπορο (éfporo) | εύπορη (éfpori) | εύπορο (éfporo) | εύπορους (éfporous) | εύπορες (éfpores) | εύπορα (éfpora) | |
vocative | εύπορε (éfpore) | εύπορη (éfpori) | εύπορο (éfporo) | εύποροι (éfporoi) | εύπορες (éfpores) | εύπορα (éfpora) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύπορος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύπορος, etc.)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ εύπορος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language