Jump to content

εύπορος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: εὔπορος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Ancient Greek εὔπορος (eúporos).[1] By surface analysis, εύ- (éf-) +‎ πόρος (póros)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈef.po.ɾos/
  • Hyphenation: εύ‧πο‧ρος

Adjective

[edit]

εύπορος (éfporosm (feminine εύπορη, neuter εύπορο)

  1. affluent, well-to-do, wealthy
    Synonyms: ευημερών (evimerón), ευκατάστατος (efkatástatos), πλούσιος (ploúsios)
    Antonyms: άπορος (áporos), φτωχός (ftochós)

Declension

[edit]
Declension of εύπορος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εύπορος (éfporos) εύπορη (éfpori) εύπορο (éfporo) εύποροι (éfporoi) εύπορες (éfpores) εύπορα (éfpora)
genitive εύπορου (éfporou) εύπορης (éfporis) εύπορου (éfporou) εύπορων (éfporon) εύπορων (éfporon) εύπορων (éfporon)
accusative εύπορο (éfporo) εύπορη (éfpori) εύπορο (éfporo) εύπορους (éfporous) εύπορες (éfpores) εύπορα (éfpora)
vocative εύπορε (éfpore) εύπορη (éfpori) εύπορο (éfporo) εύποροι (éfporoi) εύπορες (éfpores) εύπορα (éfpora)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύπορος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύπορος, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ εύπορος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language