Jump to content

ευκατάστατος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from Koine Greek εὐκατάστατος (eukatástatos, well-fixed, firmly established).[1] By surface analysis, ευ- (ef-) +‎ κατάστα(ση) (katásta(si)) +‎ -τος (-tos).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ef.kaˈta.sta.tos/
  • Hyphenation: ευ‧κα‧τά‧στα‧τος

Adjective

[edit]

ευκατάστατος (efkatástatosm (feminine ευκατάστατη, neuter ευκατάστατο)

  1. well off (having financial security)
    Synonyms: ευημερών (evimerón), εύπορος (éfporos), πλούσιος (ploúsios)

Declension

[edit]
Declension of ευκατάστατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευκατάστατος (efkatástatos) ευκατάστατη (efkatástati) ευκατάστατο (efkatástato) ευκατάστατοι (efkatástatoi) ευκατάστατες (efkatástates) ευκατάστατα (efkatástata)
genitive ευκατάστατου (efkatástatou) ευκατάστατης (efkatástatis) ευκατάστατου (efkatástatou) ευκατάστατων (efkatástaton) ευκατάστατων (efkatástaton) ευκατάστατων (efkatástaton)
accusative ευκατάστατο (efkatástato) ευκατάστατη (efkatástati) ευκατάστατο (efkatástato) ευκατάστατους (efkatástatous) ευκατάστατες (efkatástates) ευκατάστατα (efkatástata)
vocative ευκατάστατε (efkatástate) ευκατάστατη (efkatástati) ευκατάστατο (efkatástato) ευκατάστατοι (efkatástatoi) ευκατάστατες (efkatástates) ευκατάστατα (efkatástata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευκατάστατος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευκατάστατος, etc.)

References

[edit]
  1. ^ ευκατάστατος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language