ακαλαφάτιστος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ακαλαφάτιστος (akalafátistosm (feminine ακαλαφάτιστη, neuter ακαλαφάτιστο)

  1. (nautical) uncaulked, not caulked
  2. (colloquial, vulgar, figuratively) unfucked

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ακαλαφάτιστος (akalafátistos) ακαλαφάτιστη (akalafátisti) ακαλαφάτιστο (akalafátisto) ακαλαφάτιστοι (akalafátistoi) ακαλαφάτιστες (akalafátistes) ακαλαφάτιστα (akalafátista)
genitive ακαλαφάτιστου (akalafátistou) ακαλαφάτιστης (akalafátistis) ακαλαφάτιστου (akalafátistou) ακαλαφάτιστων (akalafátiston) ακαλαφάτιστων (akalafátiston) ακαλαφάτιστων (akalafátiston)
accusative ακαλαφάτιστο (akalafátisto) ακαλαφάτιστη (akalafátisti) ακαλαφάτιστο (akalafátisto) ακαλαφάτιστους (akalafátistous) ακαλαφάτιστες (akalafátistes) ακαλαφάτιστα (akalafátista)
vocative ακαλαφάτιστε (akalafátiste) ακαλαφάτιστη (akalafátisti) ακαλαφάτιστο (akalafátisto) ακαλαφάτιστοι (akalafátistoi) ακαλαφάτιστες (akalafátistes) ακαλαφάτιστα (akalafátista)

Synonyms

[edit]