ακαλαφάτιστος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακαλαφάτιστος • (akalafátistos) m (feminine ακαλαφάτιστη, neuter ακαλαφάτιστο)
- (nautical) uncaulked, not caulked
- (colloquial, vulgar, figuratively) unfucked
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ακαλαφάτιστος (akalafátistos) | ακαλαφάτιστη (akalafátisti) | ακαλαφάτιστο (akalafátisto) | ακαλαφάτιστοι (akalafátistoi) | ακαλαφάτιστες (akalafátistes) | ακαλαφάτιστα (akalafátista) | |
genitive | ακαλαφάτιστου (akalafátistou) | ακαλαφάτιστης (akalafátistis) | ακαλαφάτιστου (akalafátistou) | ακαλαφάτιστων (akalafátiston) | ακαλαφάτιστων (akalafátiston) | ακαλαφάτιστων (akalafátiston) | |
accusative | ακαλαφάτιστο (akalafátisto) | ακαλαφάτιστη (akalafátisti) | ακαλαφάτιστο (akalafátisto) | ακαλαφάτιστους (akalafátistous) | ακαλαφάτιστες (akalafátistes) | ακαλαφάτιστα (akalafátista) | |
vocative | ακαλαφάτιστε (akalafátiste) | ακαλαφάτιστη (akalafátisti) | ακαλαφάτιστο (akalafátisto) | ακαλαφάτιστοι (akalafátistoi) | ακαλαφάτιστες (akalafátistes) | ακαλαφάτιστα (akalafátista) |