Jump to content

απήδηχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

απήδηχτος (apídichtosm (feminine απήδηχτη, neuter απήδηχτο)

  1. unjumpable
  2. unscrewed, unfucked, unmounted, unmated
    Antonym: γαμημένος (gamiménos)

Declension

[edit]
Declension of απήδηχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απήδηχτοςος (apídichtosos) απήδηχτοςη (apídichtosi) απήδηχτοςο (apídichtoso) απήδηχτοςοι (apídichtosoi) απήδηχτοςες (apídichtoses) απήδηχτοςα (apídichtosa)
genitive απήδηχτοςου (apídichtosou) απήδηχτοςης (apídichtosis) απήδηχτοςου (apídichtosou) απήδηχτοςων (apídichtoson) απήδηχτοςων (apídichtoson) απήδηχτοςων (apídichtoson)
accusative απήδηχτοςο (apídichtoso) απήδηχτοςη (apídichtosi) απήδηχτοςο (apídichtoso) απήδηχτοςους (apídichtosous) απήδηχτοςες (apídichtoses) απήδηχτοςα (apídichtosa)
vocative απήδηχτοςε (apídichtose) απήδηχτοςη (apídichtosi) απήδηχτοςο (apídichtoso) απήδηχτοςοι (apídichtosoi) απήδηχτοςες (apídichtoses) απήδηχτοςα (apídichtosa)