Jump to content

γαϊδουριά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

γαϊδούρι (gaïdoúri, donkey) +‎ -ιά (-iá, suffix for feminine nouns).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ɣaj.ðuˈɾʝa/
  • Hyphenation: γαϊ‧δου‧ριά

Noun

[edit]

γαϊδουριά (gaïdouriáf (plural γαϊδουριές)

  1. rude act, rude behaviour, discourtesy (literally: a donkey's behaviour)
    Ήταν μεγάλη γαϊδουριά να μην ευχαριστήσει τους γονείς του για τα δώρα.
    Ítan megáli gaïdouriá na min efcharistísei tous goneís tou gia ta dóra.
    It was very rude of him not to thank his parents for the gifts.
    Έτσι που μίλησες στους ηλικιωμένους ανθρώπους ήταν μεγάλη γαϊδουριά.
    Étsi pou mílises stous ilikioménous anthrópous ítan megáli gaïdouriá.
    The way you spoke to those elderly people was very rude.

Declension

[edit]
singular plural
nominative γαϊδουριά (gaïdouriá) γαϊδουριές (gaïdouriés)
genitive γαϊδουριάς (gaïdouriás) γαϊδουριών (gaïdourión)
accusative γαϊδουριά (gaïdouriá) γαϊδουριές (gaïdouriés)
vocative γαϊδουριά (gaïdouriá) γαϊδουριές (gaïdouriés)

Synonyms

[edit]