γαϊδουριά
Jump to navigation
Jump to search
See also: γαϊδούρια
Greek
[edit]Etymology
[edit]γαϊδούρι (gaïdoúri, “donkey”) + -ιά (-iá, suffix for feminine nouns).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]γαϊδουριά • (gaïdouriá) f (plural γαϊδουριές)
- rude act, rude behaviour, discourtesy (literally: a donkey's behaviour)
- Ήταν μεγάλη γαϊδουριά να μην ευχαριστήσει τους γονείς του για τα δώρα.
- Ítan megáli gaïdouriá na min efcharistísei tous goneís tou gia ta dóra.
- It was very rude of him not to thank his parents for the gifts.
- Έτσι που μίλησες στους ηλικιωμένους ανθρώπους ήταν μεγάλη γαϊδουριά.
- Étsi pou mílises stous ilikioménous anthrópous ítan megáli gaïdouriá.
- The way you spoke to those elderly people was very rude.
Declension
[edit]Declension of γαϊδουριά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαϊδουριά • | γαϊδουριές • |
genitive | γαϊδουριάς • | γαϊδουριών • |
accusative | γαϊδουριά • | γαϊδουριές • |
vocative | γαϊδουριά • | γαϊδουριές • |
Synonyms
[edit]- πουστιά f (poustiá) (colloquial, vulgar)
- αγένεια f (agéneia)
- απρέπεια f (aprépeia)
- χοντροκοπιά f (chontrokopiá)